- σκοτσέζικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται στη Σκοτία ή προέρχεται από αυτήν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοτσέζικος — η, ο, Ν βλ. σκωτσέζικος … Dictionary of Greek